- τραγοπώγων
- τραγοπώγωνwith a goat's beardmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγοπώγων — ωνος, ο, ΝΑ 1. αυτός που έχει πώγωνα τράγου, τραγογένης 2. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50 περίπου είδη ποωδών… … Dictionary of Greek
τραγοπώγωνος — τραγοπώγων with a goat s beard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λαγόχορτο — το κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τραγοπώγων … Dictionary of Greek
πιγουνίτης — και πηγουνίτης, ο, και πηγωνιά, η, Ν [πιγούνι] το φυτό τραγοπώγων ο μείζων … Dictionary of Greek
τετραπώγων — ωνος, ὁ, Α το φυτό τραγοπώγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πώγων] … Dictionary of Greek
τραγογένης — ο, Ν 1. αυτός που έχει γέ νεια τράγου, τραγοπώγων 2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα 3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + γένης (< γένι), πρβλ. ασπρο γένης] … Dictionary of Greek
Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη … Dictionary of Greek